- πηδαλιουχία
- η, Ν [πηδαλιούχος]η διακυβέρνηση τού πλοίου με το πηδάλιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οιάκιση — η (Μ οἰάκισις) [οιακίζω] 1. η μετακίνηση τού πηδαλίου μέσω τού οίακα, η πηδαλιουχία, το τιμονιάρισμα 2. ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται κανείς τον οίακα 3. μτφ. διακυβέρνηση, διεύθυνση, διαχείριση … Dictionary of Greek